- καμινοβίγλια
- Σταθμοί επάνω στους οποίους άναβαν φωτιές για τη μετάδοση σημάτων κατά την βυζαντινή εποχή και κατά την αρχαιότητα. Υπεύθυνοι για τη λειτουργία των σταθμών ήταν οι επονομαζόμενοι καμινοβιγλάτορες. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας έπρεπε οι φωτιές που άναβαν την ημέρα να βγάζουν πυκνό καπνό, ενώ εκείνες που άναβαν τη νύχτα να έχουν μεγάλες και ζωηρές φλόγες. Ο κώδικας που χρησιμοποιούσαν για τη μετάδοση μηνυμάτων με το μέσο της φωτιάς ήταν ειδικός και τον γνώριζαν μόνο αυτοί που επάνδρωναν τα κ.
* * *καμινοβίγλια, τὰ (Μ)(στο Βυζάντιο) οι σταθμοί στους οποίους άναβαν φωτιές για συνεννόηση από μακρινές αποστάσεις, τα αρχαία φρυκτώρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + βίγλα «φρουρά»].
Dictionary of Greek. 2013.